ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
Διαφορετική η ιστορική αλήθεια από την
προπαγάνδα της Ρωμιοσύνης
Περί τής μή ελληνικής καταγωγής των βλάχων
Οι διάφορες φυλές και λαοί, που κατοικούσαν στον ελλαδικό χώρο (σλάβοι, αλβανοί, βορειοαφρικανοί κ.λπ.), άρχισαν να αποκτούν ελληνική συνείδηση, δηλαδή την ψευδαίσθηση, ότι είναι απόγονοι των αρχαίων ελλήνων, από τον 19ο αιώνα κι έπειτα.
Αποφασιστικό ρόλο στην εμπέδωση τής ελληνικής εθνικής ιδεολογίας (εθνικού μύθου) έπαιξε το νεοελληνικό κράτος αφ΄ ενός δια τής κρατικής παιδείας, που επέβαλε κι αφ΄ ετέρου δια τής βίας.
Οι βλάχοι ανάπτυξαν ελληνική εθνική συνείδηση αργότερα, κυρίως με την ενσωμάτωσή τους ως υπηκόων στο νέο κράτος.
Ιστορικοί και θεωρητικοί τής Ρωμιοσύνης, που ασχολήθηκαν με τούς βλάχους τής Θεσσαλίας, τής Ηπείρου και τής Μακεδονίας, με τη γλώσσα, τον πολιτισμό και την ιστορία τους περιστράφηκαν περισσότερο γύρω από τη θεωρία – μύθο τού εκλατινισμού των δήθεν αυτοχθόνων ελληνικών πληθυσμών των περιοχών αυτών και τής δήθεν φυλετικής συγγένειας ελλήνων – βλάχων επιχειρώντας να διαστρεβλώσουν τα ιστορικά στοιχεία και την επιστημονική έρευνα προσαρμόζοντας τα συμπεράσματα των μελετών τους στις απαιτήσεις τού νεοελληνικού εθνικισμού.
Έκτοτε, ο εθνικισμός, ο αλυτρωτισμός και ο καιροσκοπισμός έχουν θολώσει την ιστορική αλήθεια, η οποία είναι εντελώς διαφορετική και δεν έχει καμία σχέση με τα αυθαίρετα εθνολογικά δημοσιεύματα, που επέβαλε η κρατική ιδεολογία (Γ.Λ.).
H μεγάλη ποικιλία φορεσιών, οργάνων, παραδοσιακών χορών, τραγουδιών κ.λπ. στη σημερινή Ελλάδα (τα οποία σήμερα παρουσιάζονται ως ελληνικά) οφείλονται στούς διάφορους λαούς, που κατά καιρούς μετανάστευσαν στον ελλαδικό χώρο φέροντας μαζί τους ήθη, έθιμα, χορούς, ήχους κ.λπ..
Στο τρίτο μέρος τού άρθρου “Από το Σπάτα και τον Τατόη, στο Χαλάνδρι και τη Λούτσα…” παρουσιάσαμε τον «Μενούση», ένα παραδοσιακό τραγούδι, το οποίο θεωρούμε ελληνικό, είναι όμως αλβανικό.
Στο παραπάνω βίντεο ακούγεται στα βλάχικα με τη συνοδεία τού παραδοσιακό βλάχικου οργάνου, τού κλαρίνου, το βλάχικο τραγούδι «Ficiori di Samarina», που στα ελληνικά το γνωρίζουμε σαν «Τα παιδιά τής Σαμαρίνας».
Florentina Costea - Ficiori di Samarina
Στή σημερινή Ρουμανία, στην αρχαία εποχή κατοικούσαν οι δάκες. Από τον 8ο αιώνα π.Χ., στα παράλια τής Μαύρης θάλασσας, οι έμποροι έλληνες και κυρίως οι μιλήσιοι τής Μικράς Ασίας ίδρυσαν στίς ακτές τής Δακίας αποικίες (Ίστρία, Τόμοι κ.λπ.).
Με τον καιρό, οι έλληνες άποικοι εισχώρησαν και στο εσωτερικό και άρχισαν ανταλλαγές με τούς δάκες και τούς άλλους λαούς τής βόρειας περιοχής τής Βαλκανικής. Τα κυριότερα είδη των ανταλλαγών ήταν ζώα, δημητριακά, κερί, λάδι, κρασιά, ξυλεία, δέρματα.
Οι δάκες έδιναν μέλι, κερί, σιτηρά, οικοδομήσιμη ξυλεία, δέρματα, ψάρια, μαλλί και δούλους κι έπαιρναν από τούς έλληνες, λάδι, γλυκά, γυάλινα είδη, υφαντά, κρασιά, κοσμήματα, είδη κεραμικής και άλλα. Ύστερα από χρόνια, οι ελληνικές αποικίες μεγάλωσαν και πλούτισαν.
Οι ανασκαφές έφεραν στο φως πλήθος από αντικείμενα, που μαρτυρούν αφ΄ ενός τον πλούτο και την ευημερία των ελληνικών αποικιών κι αφ΄ ετέρου την ανάπτυξη σε πλατιά κλίμακα των εμπορικών ανταλλαγών.
Βρέθηκαν ακόμα αμφορείς τής Ρόδου, Κνίδου και Θάσου, που δείχνουν, πως και στην ελληνιστική εποχή οι ανταλλαγές και γενικά οι οικονομικές σχέσεις των πολιτιστικών κέντρων τής ελλαδικής περιοχής με τις πόλεις τής Δακίας ήταν πολύ αναπτυγμένες.
Οι βλάχοι, γράφει ο γάλλος πρόξενος και περιηγητής Pouqueville (1770-1838), διατηρούν τα ρωμαϊκά χαρακτηριστικά, είναι εύρωστοι και ευσταλείς. Σε άλλο σημείο (τ. Β΄, σελ. 191) σημειώνει, ότι οι ασπροποταμίτες βλάχοι, υποστήριζαν, πως είναι ρωμαϊκής καταγωγής κι ότι λέγονται bruzzi βλάχοι. (Pasteurs Vrutuens).
Toν βεβαίωσαν μάλιστα, ότι πενήντα χρόνια πριν, οι τσοπάνηδες φορούσαν το καπέλλο και την ενδυμασία των βοσκών τού Λατίου.
Η ονομασία Bruzzi, Μπρούτσοι ή Αβρούζοι πηγάζει από την ιταλική πόλη Αμπρούντσιο, απ΄ όπου, σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, πέρασαν οι κάτοικοι στην αντικρινή χερσόνησο, όταν κατακτήθηκε η πόλη από τούς ρωμαίους.
Συνεχίζεται μάλιστα η ονομασία Μπρούτσος με τη λέξη «πριτσά», που σημαίνει την οσμή τής φορεσιάς των τσοπάνων από τη μόνιμη ενδιαίτισή τους πλάι στα γιδοπρόβατα.
Άλλοι πάλι υποστηρίζουν, ότι η λέξη «Μπρουτσόβλαχος» προέρχεται από την «μπρούτσα», τη βαρειά βλάχικη κάπα (Π. Αραβαντινού: «Μονογραφία περί των Κουτσόβλάχων», σελ. 34, Αθήνα, 1905). Μπρουτζάδες ονομάζονταν στην Ήπειρο οι καποτάδες, που κατασκεύαζαν τις μπρούτζες, μαύρες κάπες με φλόκια ή χωρίς φλόκια (Αγγελικής Χατζημιχάλη: «Ραπτάδες, Χρυσορράπτες και καποτάδες», σελ. 447, σημ. 9, Θεσσαλονίκη, 1960).
Ο Pouqueville παραθέτει πίνακα τού βλάχικου πληθυσμού των ελληνικών χωρών. Τούς χωρίζει σε Μεγαλοβλαχίτες (Μαλακασίτες ή Καλαριώτες, Ασπροποταμίτες, Μετσοβίτες, Ζαγορίσιοι) σύνολο 44.975, σε Ρωμαίους (Πατρατζίκι, Καρπενήσι και Ζητούνι), 10.995, Μασσαρίτες ή Ντασσαρίτες (Περιβόλι, Αβδέλλα, Σαμαρίνα, Βοσκόπολη), 18.500. Σύνολο: 74.470.
Είναι λοιπόν βεβαιωμένο, πως ο ελληνικός αποικισμός στην περιοχή τής Σκυθίας και τού Δούναβη, έφτασε τον 5ο αιώνα σε μεγάλη ανάπτυξη. Από τότε ως τούς μακεδονικούς χρόνους διαμορφώθηκε ένας ιδιότυπος ελληνοδακικός πολιτισμός, που κράτησε αιώνες. Οι αρχαιολογικές έρευνες, έφεραν στο φως πολύτιμα ευρήματα, που μαρτυρούν για την ύπαρξη τού πολιτισμού αυτού.
Τον 5ο και 4ο αιώνα υπήρχαν στα παράλια τής Ρουμανίας πόλεις ελληνικές, που ήταν κέντρα εμπορίου και βιοτεχνίας. Δεν έχουμε ξεκαθαρισμένες ειδήσεις για το ρόλο, που έπαιξαν οι δάκες κατά τούς ελληνιστικούς χρόνους.
Ξέρουμε όμως, πως κατέβηκαν προς τα κάτω και πολέμησαν με τούς μακεδόνες. Κι ακόμα ξέρουμε, πως στα χρόνια τής παρακμής τής Ελλάδας, οι δάκες και οι γείτονές τους υπερασπίστηκαν με γεναιότητα τη χώρα τους από τις επιδρομές άλλων λαών.
Ενώ όμως οι έλληνες έχασαν την ελευθερία τους, το 146 π.Χ., οι δάκες εξακολουθούσαν να είναι ελεύθεροι. Οι ρωμαίοι, αφού πρώτα υπόταξαν την Ελλάδα και τις χώρες τής κοντινής Ανατολής, στράφηκαν ύστερα προς τη βόρεια Βαλκανική. Πέρασαν από την ιστορική μάχη τής Κορίνθου (146), 250 χρόνια ώσπου να πατήσουν και να κατακτήσουν τη Δακία. Η εισβολή των ρωμαίων έγινε το 102 π.Χ., με επικεφαλής τον Τραΐανό.
Χρειάστηκαν όμως, παραπάνω από δυο χρόνια αιματηροί αγώνες, για να κατακτήσουν οι ρωμαίοι τη Δακία. Ο ηγεμόνας της, Δακεβάλος, όταν έχασε τη μάχη, αυτοκτόνησε, για να μην πέσει στα χέρια τού Τραϊανού καί αλυσοδεμένος σταλθεί στη Ρώμη.
«Βλάχοι δεν υπάρχουν μόνο στη Μακεδονία, αλλά ακόμη και στην περιοχή τού Άργους, όπου ασκούν κυρίως τα επαγγέλματα τού κτηνοτρόφου και τού εμπόρου. Μπορώ να μιλήσω γι΄ αυτούς, γιατί τούς γνώρισα καλά και τούς άκουσα στο παζάρι να μιλούν… Με διαβεβαίωσαν, ότι κατοικούν στα γειτονικά βουνά. Ήταν κτηνοτρόφοι και μιλούσαν την ίδια γλώσσα με τούς βλάχους τής Μακεδονίας και ταυτόχρονα τα ελληνικά». E.M. Cousinery (γάλλος πρόξενος τής Θεσσαλονίκης, «Voyages en Macedoine», σελ. 18, Παρίσι, 1839).
Στην πινακίδα τού κρεοπωλείου τής παραπάνω φωτογραφίας, ο ιδιοκτήτης του είναι προφανώς περήφανος για τη βλάχικη καταγωγή του, αλλά ταυτόχρονα τοποθετεί και τη νεοελληνική σημαία,
δηλώνοντας έτσι την ψευδαίσθησή του, ότι είναι δήθεν απόγονος των αρχαίων ελλήνων,
όπως εξ άλλου πιστεύουν οι περισσότεροι από τούς ομοεθνείς του στη σημερινή Ελλάδα.
Αντίθετα, οι βλάχοι άλλων χωρών (Αλβανίας, Π.Γ.Δ.Μ. κ.ά.) έχουν ενσωματωθεί στο εκεί τοπικό στοιχείο και δεν έχουν καμμία ψευδαίσθηση περί δήθεν αρχαιοελληνικής καταγωγής.
Από τότε, η Δακία επηρεάζεται από το ρωμαϊκό πολιτισμό, γιατί οι ρωμαίοι εγκατέστησαν στα στρατηγικά σημεία τής Δακίας και στα εμπορικά της κέντρα, μόνιμες και ισχυρές φρουρές και παράλληλα έστειλαν και ρωμαίους αποίκους.
Με τον καιρό οι δάκες έχασαν τη γλώσσα τους. Από τις επιγαμίες με τούς ρωμαίους, ξέχασαν τα δακικά και μιλούσαν τα λατινικά. Κράτησαν όμως και πολλά στοιχεία από τη γλώσσα τους. Αργότερα, με τις επιδρομές και επιγαμίες με ούγγρους και κυρίως με σλάβους, η γλώσσα τους πλουτίστηκε από λέξεις των λαών αυτών. Έτσι, διαμορφώθηκε η γλώσσα, που μιλούν σήμερα.
Όταν προσχώρησαν στο χριστιανισμό οι βλάχοι, τα εκκλησιαστικά βιβλία τους ήταν γραμμένα στη σλοβονική (αρχαία σλαβική). Η σλοβονική για κάμποσα χρόνια ήταν η γλώσσα τής ορθόδοξης Εκκλησίας των κατοίκων τής Δακίας, αλλά εκτός από ορισμένα γλωσσικά στοιχεία, δεν είχε άλλη επίδραση στην πολιτιστική ανάπτυξη των βλάχων (βλ. Θεόδωρου Αθανασίου: «Περί των ελληνικών στοιχείων εν Ρωμανία», Αθήνα, 1898).
Όπως ξέρουμε, όταν χωρίστηκε η ρωμαϊκή αυτοκρατορία το 395, η βυζαντινή αυτοκρατορία περιλάβαινε καί τη σημερινή Ρουμανία. Έτσι η επίδραση τού Βυζαντίου επηρέασε πολύ τούς βλάχους. Οι λατινόγλωσσοι λοιπόν, κάτοικοι τής Δακίας όχι μόνο παρέμειναν πιστοί στο χριστιανισμό, αλλά και τάχτηκαν στο πλευρό τής ορθόδοξης Εκκλησίας. Η παπική Εκκλησία προσπάθησε να τούς προσεταιριστεί, αλλά οι δάκες έμειναν πιστοί στο Πατριαρχείο τής Κωνσταντινούπολης.
Στο μεσαίωνα, η περιοχή τού Δούναβη σιγά σιγά έχασε το αρχαίο της όνομα.
Είχε χωριστεί σε δυο ηγεμονίες.
Η μια λεγόταν Βλαχία
και η άλλη Μολδαβία και Μπογδανία
και οι ηγεμόνες της γκονσπονδάροι.
Μια χαρακτηριστική περίπτωση, προσωπική μαρτυρία, τού πώς ο νεοελληνικός εθνκισμός μεθόδευσε την εξαφάνιση τής βλάχικης γλώσσας:
Ο άντρας, 52 ετών σήμερα, βλάχος από τη Νέα Κουτσούφλιανη Τρικάλων (σήμερα λέγεται Παναγιά) γνωρίζει βλάχικα, γιατί τα μιλούσαν στο χωριό του, όταν ήταν μικρός (αρχές δεκαετίας ΄70).
Η γυναίκα του, 49 ετών σήμερα, επίσης
βλάχα, από την Παληά Κουτσούφλιανη όμως, δεν έμαθε ποτέ τα βλάχικα. Ο
λόγος: Στο σχολείο της (Δημοτικό) ο δάσκαλος, που είχαν στείλει από την
Αθήνα, είχε απαγορεύσει όχι μόνον στούς μαθητές, αλλά και σε ολόκληρο το
χωριό να μιλούν άλλη γλώσσα εκτός από τα ελληνικά.
Για το όνομα βλάχος, ο Κεραμόπουλος (βλ. «Τι είναι οι Κουτσόβλαχοι» και τού ίδιου: «Οι Έλληνες και οι βόρειοι γείτονες», Αθήνα, 1945), υποστηρίζει, πως είναι παραφθορά τού Βαλάχου-Φελλάχου.
Η ετυμολογία αυτή δεν έγινε δεκτή όχι μόνο από τούς ξένους ιστορικούς, αλλά και από τούς ρωμιούς εθνικόφρονες, Ζακυθηνό, Άμαντο κ.ά.. (βλ. Άμαντου: «Ιστορία τού βυζαντινού κράτους», τόμ. Β΄, σελ. 390 – 391).
Ο Β. Φάβης πάλι, υποστήριξε, πως το βλάχος είναι «κατά μεταθεσιν», το σλάβος (βλ. «Επετ. Φιλοσ. Σχολής», Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, τόμ. 5 (1941), σελ. 29).
Ούτε αυτό φαίνεται, πως ευσταθεί.
Από τα τελευταία χρόνια τού Βυζαντίου η σημερινή Ρουμανία κατοικείτο από τούς βλάχους και μολδαβούς.
Πρόκειται για την ίδια εθνότητα, που σχηματίστηκε στα χρόνια τής ρωμαιοκρατίας και βυζαντινοκρατίας από τις επιγαμίες και αναμίξεις των αρχαίων δάκων, γετών κ.λπ., με τούς ρωμαίους, γότθους, σλάβους κ.λπ..
Το όνομα βλάχος (Volock), μάλλον δόθηκε από τούς σλάβους.
Η Μολδαβία (Μόλντοβα, στα ρουμανικά), ονομάστηκε από τον ποταμό Μολντάβα.
Περιλάβαινε την περιοχή, που βρίσκεται ανάμεσα στη Βεσσαραβία, Βουκοβίνα, Τρανσυλβανία, Βλαχία και Ντομπρουτζά. Κατεχόταν για πολύ καιρό από τούς τατάρους. Οι βλάχοι ήταν ανίσχυροι να τούς διώξουν. Αργότερα, με τη βοήθεια των ούγγρων, επαναστάτησαν (1343) και τούς έδιωξαν.
Τότε, οι κάτοικοι τής Μολδαβίας αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν ηγεμόνα τους το βασιλιά τής Ουγγαρίας, Ντράγκο. Ύστερα όμως από έξη χρόνια, οι βλάχοι, με επικεφαλής το βοεβόντα τους Μπογδάν, έδιωξαν τούς ούγγρους.
Ο Μπογδάν στερέωσε τη θέση του και ονόμασε τη χώρα του Μπογδανία. Όμως, ο διάδοχός του Λάτσκο, όταν θέλησε να επιβάλει τον καθολικισμό, γιατί ήταν όργανο τού Πάπα, ανατράπηκε από τούς ορθόδοξους και ιδρύθηκε τότε η πρώτη ορθόδοξη επισκοπή εξαρτημένη από το Πατριαρχείο τής Κωνσταντινούπολης.
Τον Λάτσκο διαδέχτηκε στην ηγεμονία ο Κότσεκ Μούσα και αυτόν ο γιος του Πέτρος Α΄ (1375 – 1391), που, υστέρα από το γάμο του με την αδελφή τού βασιλιά τής Πολωνίας Βλαδισλάβου Ζαγγελού, αναγνώρισε την πολωνική κυριαρχία σε τμήμα τής Μπογδανίας.
Αλλά ο ηγεμόνας τής Βλαχίας Μίρτσεα, κατόρθωσε το 1400 να ανεβάσει στο θρόνο τής Μπογδανίας τον εγγονό τού Μούσα, Αλέξανδρο Α΄ τον Καλόν. Απ΄ εδώ και πέρα εξουδετερώθηκε η επιρροή τής Πολωνίας και Ουγγαρίας.
Πώς διαφοροποιεί ο γάλλος αρχαιολόγος, Leon Heuzey, (μέλος τής Γαλλικής Σχολής Αθηνών, ο οποίος τον 19ο αιώνα μελέτησε επί μακρόν την ιστορική γεωγραφία τής Αρκαδίας, τής Θεσσαλίας και τής Μακεδονίας, στο έργο του «Excursion dans la Thessalie turque en 1858» τούς βλάχους από τούς έλληνες:
– «Όταν θαυμάζαμε με τούς συναδέλφους μου στην Αθήνα τον εντυπωσιακό υπασπιστή τού βασιλιά Όθωνα, την υπέροχη στολή τού παλικαριού, τούς φαρδείς του ώμους, το κυρτό στήθος του και τη δυνατή κορμοστασιά του, που θύμιζε Ηρακλή Φαρνέζε, δεν υποπτευόμασταν καθόλου, ότι δεν ήταν έλληνας, αλλά ακριβώς ένας ρωμαλέος ορεσίβιος βλάχος από τις ποιμενικές φυλές τής Πίνδου». (Από την ελληνική έκδοση με τίτλο: «Leon Heuzey: Οδοιπορικό στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία», έκδ. «Αδελφών Κυριακίδη – Φ.Ι.Λ.Ο.Σ Τρικάλων», 1991, σελ. 180).
– «Οι ελληνικοί πληθυσμοί τής περιοχής ωστόσο, δεν θεωρούν τούς γείτονές τους, βλάχους, ίσους τους. Διηγούνται, ότι ο Θεός, αφού δημιούργησε τον άνθρωπο, έπλασε τον βλάχο από τη λάσπη, που έμεινε στα δάκτυλά του» (σελ. 180).
– «Φέρνω τη συζήτηση στούς ρουμανικούς πληθυσμούς τής Πίνδου. Αναγκασμένοι από τα χιόνια να εγκαθίστανται κάθε χειμώνα στην πεδιάδα και να νοικιάζουν τεράστιες εκτάσεις για τα κοπάδια τους, οι κάτοικοι είναι γνωστοί εκεί με το όνομα Κουτσόβλαχοι ή Μπρουτσόβλαχοι. Η συνήθεια αυτών των ετήσιων μετακινήσεων τούς βοήθησε να απαλλαγούν από τον πατροπαράδοτο νόμο, που τούς απαγόρευε να παντρεύουν τις κόρες τους με έλληνες. Η ρουμάνικη διάλεκτός τους διαφέρει λίγο απ΄ αυτήν που μιλούν οι αρβανιτόβλαχοι και την οποία είχα μελετήσει ο ίδιος τον προηγούμενο χρόνο στην Ακαρνανία» (σελ. 183).
– «Αυτοί οι ρουμάνοι τής Θεσσαλίας, οι πλούσιοι, καθώς και οι φτωχοί, αγαπούν με πάθος τη ζωή στα βουνά» (σελ. 204).
– «Το Μαλακάσι είναι ο τελευταίος μου σταθμός στη Θεσσαλία. Είναι ένα σημαντικό βλαχοχώρι, που το όνομά του συνδέεται από παλιά με τη θεσσαλική Βλαχία, τής οποίας η ιστορία με απασχόλησε σε όλη τη διάρκεια τού ταξιδιού μου, χάρη στα ανέκδοτα έγγραφα, που βρήκα στον δρόμο μου. Το ίδιο το όνομα υποδηλώνει, πράγματι, στούς βυζαντινούς, μια από τις κύριες φυλές, που ονομάζονται “ανεξάρτητοι αλβανοί”, φυλές νομάδων και βοσκών, που ο χειμώνας ανάγκαζε κάθε χρόνο, να εγκαταλείπουν με τα κοπάδια τους τα υψώματα τής Πίνδου, ακριβώς όπως συμβαίνει πάντα και με τούς απογόνους τους. Γιατί δεν πρέπει να τούς δούμε σαν πραγματικούς αλβανούς, αλλά σαν αρβανιτόβλαχους, όπως αποκαλούνται ακόμα στη Βόρεια Ελλάδα, δηλαδή ρουμανικοί πληθυσμοί, που μετανάστευσαν παλιά από την Αλβανία και μιλούν ευχερώς την αλβανική ταυτόχρονα με τη μητρική τους γλώσσα» (σελ. 282-283).
Οι βλάχοι μαζί με τούς ούγγρους και άλλους λαούς, πολέμησαν ενάντια στούς τούρκους κι έδωσαν μεγάλες μάχες. Ακόμα καί υστέρα από την άλωση τής Κωνσταντινούποολης, οι βλάχοι πατριώτες αγωνίστηκαν πολύ καιρό για την ανεξαρτησία τους.
Από τη Βλαχία, στα μεσαιωνικά χρόνια, ομάδες ομάδες, άλλοτε μεν ως κτηνοτρόφοι καi άλλοτε ως στρατιώτες (μισθοφόροι), κατέβηκαν προς τα κάτω καί συμμάχησαν με τούς βούλγαρους.
Σαφή διάκριση ελλήνων – βλάχων κάνει ο τούρκος περιηγητής τού ιζ΄ αιώνα, Ελβιά Τσελεπή: Οι έλληνες είναι «καφίρ» (άπιστοι), οι βούλγαροι «φετζιρέ» (άσωτοι) και οι βλάχοι «νασαρά» (ναζωραίοι, δηλαδή χριστιανοί)». (Narrative of travels in Europe, Asia and Africa in the 17th century by Evliya Effendi, τόμ. Η΄, Λονδίνο, 1846-1850).
Οι βλάχοι πρωτοεγκαταστάθηκαν στο τρίγωνο Νύσσας – Σόφιας – Σκόπια κι απ΄ εκεί απλώθηκαν πιο κάτω (βλ. Weigand: «Ethnographie von Makedonien», 11, 62). Έφτασαν στην Ήπειρο και Θεσσαλία, όπου και εγκαταστάθηκαν. Άλλοι απ΄ αυτούς, αργότερα πέρασαν και στην Εύβοια και άλλοι κατέβηκαν στη Στερεά και Πελοπόννησο.
Πολλούς βλάχους είχε η περιοχή τού Ολύμπου και η Χαλκιδική. Στο Άγιο Όρος οι καλόγεροι είχαν βλάχους δουλοπάροικους, που καλλιεργούσαν τα αμπελοχώραφά τους.
Οι βλάχοι είχαν μαζί τους και τις γυναίκες τους και τα κορίτσια τους κι έτσι οι καλόγεροι καλοπερνούσαν.
Γίνονταν σεξουαλικά όργια, που έγιναν γνωστά και στην πρωτεύουσα.
Γι΄ αυτό ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός απαγόρευσε να μένουν λαϊκοί στο Άγιο Όρος και προ πάντων γυναίκες, όπως μας λέει ο Ιωάννης Τραχανιώτης (Σμυρνάκη, 59-60).
Το διώξιμο των βλάχων από το Άγιο Όρος έφερε μεγάλη αναστάτωση στούς καλόγερους, οι οποίοι εστασίασαν.
Τελικά ησύχασαν, αφού, μετά το διώξιμο των βλάχων, άρχισαν να φέρνουν καλογεροπαίδια, που στρατολογούσαν από τις επαρχίες, που γύριζαν κι έταζαν στούς γονείς τους λαγούς και πετραχήλια, που λέει ο λόγος.
Ομοιότητα ανδρικών παραδοδιακών φορεσιών βλάχων τής Ρουμανίας και τής Ελλάδας.
Αριστερά: Βλάχοι χωριού τής Ρουμανίας μετά τον κυριακάτικο εκκλησιασμό τους.
Δεξιά: Βλάχοι τής Ελλάδας φωτογραφίζονται με ιερείς και έναν ομοεθνή τους πολιτικάντη.
Το άρθρο λόγω έκτασης έχει αναρτηθεί σε δύο μέρη.
Τέλος Α΄ μέρους τού άρθρου.
Διαβάστε το Β΄ μέρος τού άρθρου κάνοντας κλικ εδώ.
Κορδάτος Γιάννης
πηγή: freeinquiry.gr
https://web.archive.org/web/freeinquiry.gr/
Οι Βλάχοι #1
Οι Βλάχοι #2
Περί της μη ελληνικής καταγωγής των Βλάχων
Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
Florentina Costea - Ficiori di Samarina
- Ρωμιός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Ρωμαῖος (πολίτης του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους, του Βυζαντίου), < ελληνιστική κοινή Ῥωμαῖος (πολίτης του Ρωμαϊκού κράτους) < λατινική Romanus, Ῥώμη Roma[1]
Αρβελέρ: Να σταματήσουμε να λέμε ότι είμαστε Έλληνες!
GEORGE SOROS : ΧΡΕΙΑΖΕΣΤΕ
ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΓΙΑ
ΑΝΑΠΤΥΞΗ
theologos vasiliadis
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου