Ειμαστε ρωμιοι κι οχι ελληνες 2
Ειμαστε ρωμιοι κι οχι ελληνες 2 Ρωμιός < ( κληρονομημένο ) μεσαιωνική ελληνική Ρωμαῖος (πολίτης του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους, του Βυζαντίου), < ελληνιστική κοινή Ῥωμαῖος (πολίτης του Ρωμαϊκού κράτους) < λατινική Romanus , Ῥώμη Roma [ 1 ] Ρωμιός «ο ελληνόφωνος πολίτης της Ρωμαϊκής και Βυζαντινής Αυτοκρατορίας». Εγώ είμαι ρωμιός ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΡΩΜΙΟΣ Όλοι το ξέρουν, πως εγώ είμαι ρωμιός ναι ρωμιός – λεχρίτης βαθιά βυζαντινός ναι ρωμιός – κοπρίτης και τριτοκοσμικός ναι ρωμιός – ντουβάρι εγώ είμαι ρωμιός ναι ρωμιός – πςςςςς. Είμαι στην ψάθα, για άλλη μια φορά δεν έχω μία μία, δεν έχει γιατρειά. Σαλάτα βλάχων, τούρκων, σλάβων, αρβανιτών προτεκτοράτο η Ρωμιοσύνη τριτοκοσμικό. Τρέχω στην κάλπη, ψηφίζω όποιον βρω αρκεί να τάξε,ι μια θέση να χωθώ. Πολιτικούς να βρίζω, όπου κι αν βρεθώ γιατί πάντα φταίνε οι άλλοι και ποτέ εγώ. Ναι, η μάνα μου είπε να είμαι καλός χριστιανός - είμαι είμαι στο σχολείο με ‘μάθαν τάχα πως είμαι απόγονος -